- πειθαρχεῖ
- πειθαρχέωobey one in authoritypres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)πειθαρχέωobey one in authoritypres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειθάρχει — πειθαρχέω obey one in authority pres imperat act 2nd sg (attic epic) πειθαρχέω obey one in authority imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association … Wikipedia
Scouts of Greece — or Soma Hellinon Proskopon (Σώμα Ελληνων Προσκόπων, ΣΕΠ) is the national Scouting association of Greece. Scouting in Greece started in 1910 and was among the charter members of the World Organization of the Scout Movement in 1922. The association … Wikipedia
απείθεια — η (AM ἀπείθεια) το να μην πειθαρχεί κάποιος σε διαταγές ή εντολές, ανυπακοή αδίκημα που στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας με το να αρνείται κάποιος σε υπάλληλο οφειλόμενη υπηρεσία ή συνδρομή, όπως ορίζει ο νόμος … Dictionary of Greek
απειθάρχητος — η, ο αυτός που δεν πειθαρχεί, ατίθασος, ανυπότακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απειθαρχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αφηνιασμός — ο (Α ἀφηνιασμός) το να αφηνιάζει ένα άλογο, το να μην πειθαρχεί σε χαλινάρι αρχ. η ανταρσία … Dictionary of Greek
επαναστατικός — ή, ό [επανάσταση] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επανάσταση («επαναστατική επιτροπή, επαναστατικές ιδέες») 2. αυτός που γίνεται με επανάσταση ή στη διάρκεια επαναστάσεως («επαναστατικό δικαστήριο») 3. αυτός που δεν υποτάσσεται, που δεν… … Dictionary of Greek
κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… … Dictionary of Greek
πειθαρχώ — πειθαρχῶ, έω, ΝΑ [πείθαρχος] υπακούω στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, είμαι ευπειθής, τηρώ την πειθαρχία (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν σιγά σιγά να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος», Εύπολ.) (για πλοία) είμαι… … Dictionary of Greek